κυριομήτωρ

κυριομήτωρ
κυριομήτωρ, -ορος, ἡ (Μ)
η μητέρα τού Κυρίου, η Θεοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο-μήτωρ, πατρο-μήτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”